πειρασμός

πειρασμός
πειρασμός ο
искушение;
ΦΡ.
βάζω / μπαίνω στον πειρασμό — вводить в искушение (кого-то)
Этим.
< дргр. πειράζω «испытывать, пытаться»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πειρασμός" в других словарях:

  • πειρασμός — trial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… …   Dictionary of Greek

  • πειρασμός — ο 1. αυτός που προκαλεί έντονη επιθυμία: Αυτά τα γλυκά είναι πειρασμός. 2. μτφ., ο διάβολος, ο σατανάς. 3. αυτός που θέλει να πειράζει, το πειραχτήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειρασμοῖς — πειρασμός trial masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμοί — πειρασμός trial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμοῦ — πειρασμός trial masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμούς — πειρασμός trial masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμῶν — πειρασμός trial masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμῷ — πειρασμός trial masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμόν — πειρασμός trial masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lord's Prayer — For alternative meanings, see: Lord s Prayer (disambiguation), Our Father (disambiguation), and Pater Noster (disambiguation). The Sermon on the Mount by Carl Heinrich Bloch The Lord s Prayer (also called the Pater Noster[1] …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»